- εκχορεύω
- ἐκχορεύω (Α)1. βγαίνω από τον χορό2. μτφ. εκρήγνυμαι, ξεσπάω3. μτφ. αγάλλομαι, σκιρτώ από χαρά4. μέσ. αποβάλλω, διώχνω κάποιον από τον χορό.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐξεχορεύσατο — ἐκχορεύω break out of the chorus aor ind mid 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξεχόρευε — ἐκχορεύω break out of the chorus imperf ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξεχόρευσε — ἐκχορεύω break out of the chorus aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξεχόρευσεν — ἐκχορεύω break out of the chorus aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)